Είναι δυνατόν ένα τόσο χαρμόσυνο γεγονός όπως μια εγκυμοσύνη, να αποτελέσει τροχοπέδη για μια οδοντιατρική επίσκεψη; Σε τι αλλάζουν οι οδοντιατρικές ανάγκες στην εγκυμοσύνη σε σχέση με την υπόλοιπη περίοδο της ζωής μιας γυναίκας; Γιατί οι εγκυμονούσες γυναίκες χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές όσον αφορά στη στοματική τους υγεία;
Πολλές γυναίκες κατά τη διάρκεια της κύησης όταν πρόκειται να επισκεφθούν τον οδοντίατρο διακατέχονται από έντονο φόβο επηρεασμένες είτε από ενδόμυχη φοβία, είτε από το περιβάλλον τους, πιστεύοντας ότι η επίσκεψη αυτή μπορεί να βλάψει την υγεία του εμβρύου ή ακόμα και την ίδια. Από την άλλη πλευρά και ο οδοντίατρος είναι υπερβολικά επιφυλακτικός αρκετές φορές απέναντι στην εγκυμοσύνη με αποτέλεσμα να μετατοπίζει χρονικά τις απαραίτητες οδοντιατρικές εργασίες μετά τον τοκετό. Μέσα στις ακραίες αυτές συμπεριφορές κρύβονται αρκετές αλήθειες αλλά ακόμη περισσότεροι μύθοι. Πράγματι το φαινόμενο της κύησης χαρακτηρίζεται από μια πολύ λεπτή ισορροπία που οποιαδήποτε αμέλεια του οδοντιάτρου μπορεί να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτες βλάβες είτε στο έμβρυο είτε στη μητέρα. Εάν όμως υπάρχουν οι απαραίτητες γνώσεις των αναγκών της εγκύου, η επίσκεψη στον οδοντίατρο κρίνεται όχι απλά ωφέλιμη αλλά πολλές φορές και αναγκαία.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρατηρείται αύξηση της συχνότητας εμφάνισης νόσων του περιοδοντίου (ουλίτιδα και κατ’επέκταση περιοδοντίτιδα) γεγονός που είχε οδηγήσει παλαιότερους ερευνητές να χαρακτηρίσουν το σύνολο των νόσων αυτών ως «ουλίτιδα της εγκυμοσύνης». Σήμερα όμως έχει τεκμηριωθεί η άποψη πως η εγκυμοσύνη δεν προκαλεί ουλίτιδα αφού για την τελευταία ευθύνεται αποκλειστικά η οδοντική πλάκα και η ελλιπής στοματική υγιεινή.
Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από τη διαπίστωση ότι κατά τη διάρκεια της κύησης παρατηρείται μια αύξηση στα επίπεδα των γεννητικών ορμονών όπως η προγεστερόνη που προδιαθέτουν τους περιοδοντικούς ιστούς για επέκταση και επιδείνωση της ήδη εγκατεστημένης περιοδοντικής βλάβης. Με άλλα λόγια οι επιπτώσεις από την παρουσία της οδοντικής πλάκας είναι σοβαρότερες στις εγκύους σε σχέση με τις υπόλοιπες γυναίκες. Πως μπορούν οι γεννητικές ορμόνες να επηρεάσουν τους περιοδοντικούς ιστούς είναι αντικείμενο ανάλυσης σ’ένα επόμενο σχετικό άρθρο. Επομένως οι μέλλουσες μητέρες πρέπει να βρίσκονται σε αυξήμενο βαθμό εγρήγορσης για απομάκρυνση της οδοντικής πλάκας, με την απαραίτητη συνδρομή του οδοντιάτρου.
Ένα άλλο, όχι τόσο σπάνιο φαινόμενο, αφού παρατηρείται στο 2% περίπου των εγκύων, είναι η επονομαζόμενη «επουλίδα ή όγκος κύησης». Πρόκειται για μια απόλυτα καλοήθη εξεργασία, που εμφανίζεται στον τρίτο περίπου μήνα της κύησης. Και σ’αύτη την περίπτωση υπεύθυνες είναι οι γεννητικές ορμόνες που με τη συνδρομή ήπιων και χρόνιων ερεθισμάτων (στεφάνες με κακή εφαρμογή στον αυχένα, έλλειψη σωστού σημείου επαφής, τρυγία κ.α.) οδηγούν σε αύξηση του συνδετικού ιστού των ούλων. Οι διαστάσεις του όγκου συνεχώς αυξάνονται μέχρι τον τοκετό και από εκείνο το σημείο και μετά παρατηρείται μείωσή τους. Η αντιμετώπιση της επουλίδας της κύησης γίνεται με χειρουργική αφαίρεσή της με παράλληλη απομάκρυνση των αιτιολογικών παραγόντων που όμως πρέπει να γίνεται μετά τον τοκετό.
Όμως μεγαλύτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στη χορήγηση φαρμάκων στις εγκύους, επειδή ένας μεγάλος αριθμός φαρμακευτικών σκευασμάτων μπορεί να προκαλέσει σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο. Τέτοια φάρμακα είναι οι τετρακυκλίνες (προκαλούν αποχρωματισμό των δοντιών του εμβρύου), οι σουλφοναμίδες (αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης πυρηνικού ικτέρου στο έμβρυο), βαρβιτουρικά(καταστολή του εμβρύου) κ.α. Επομένως είναι πρωταρχικό καθήκον του οδοντιάτρου να είναι απόλυτα ενημερωμένος για τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε φαρμάκου που χορηγεί και να βρίσκεται σε άμεση και συνεχή επαφή με το/τη γυναικολόγο που παρακολουθεί την ασθενή.
Εγκυμονούν όμως όλα τα στάδια της κύησης τους ίδιους κινδύνους για την υγεία του εμβρύου και της μητέρας; Μπορεί μία έγκυος γυναίκα να αντιμετωπιστεί σα φυσιολογική και να υποστεί όλο το φάσμα των οδοντιατρικών εργασιών που απαιτεί το σχέδιο θεραπείας της; Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι αρνητική. Μολονότι η οδοντιατρική αντιμετώπιση της εγκύου μπορεί να γίνει σ’οποιοδήποτε από τα τρία τρίμηνα της κύησης εντούτοις καταλληλότερη περίοδος θεωρείται το δεύτερο τρίμηνο.
Και αυτό διότι στο πρώτο τρίμηνο της κύησης συντελείται η οργανογένεση του εμβρύου μ’αποτέλεσμα ν’αυξάνεται και η πιθανότητα αποβολής, είτε εξαιτίας της χορήγησης κάποιου φαρμάκου, είτε από κάποιο επώδυνο χειρισμό, είτε απο το αναπόφευκτο άγχος της οδοντιατρικής καρέκλας. Σ’αυτό το στάδιο (πρώτο τρίμηνο) είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν οι απολύτως απαραίτητες οδοντιατρικές εργασίες που αποσκοπούν στην ανακούφιση του ασθενή από τον πόνο.
Στο τρίτο τρίμηνο η αύξηση του βάρους της εγκύου την καθιστά ιδιαίτερα δυσκίνητη ενώ παράλληλα είναι ορατός ο κίνδυνος κάποιου πρόωρου τοκετού στο χώρο του οδοντιατρείου είτε από τη στρεσσογόνα ατμόσφαιρα του χώρου είτε από την πρόκληση πόνου. Και στο δεύτερο όμως τρίμηνο θα πρέπει οι οδοντιατρικές εργασίες να μην περιλαμβάνουν εκτεταμένες προσθετικές εργασίες και χειρουργικές επεμβάσεις (θα πρέπει να αναβάλλονται για μετά τον τοκετό),να αποφεύγονται οι πολύωρες συνεδρίες και γενικά να μη δημιουργούνται καταστάσεις που είναι δυνατό να επιβαρύνουν την κατάσταση της εγκύου.
Όσον αφορά την ακτινοβόληση της εγκύου κατά τη λήψη οπισθοφατνιακών ακτινογραφιών αυτή είναι πρακτικά αμελητέα, εφόσον χρησιμοποιούνται σύγχρονα οδοντιατρικά ακτινογραφικά μηχανήματα και films υψηλής ταχύτητας και ευαισθησίας. Αν σ’αυτά προσθέσουμε και τη χρήση μολύβδινης ποδιάς και κολάρου (αδιαπέραστα από τις ακτίνες Χ των οδοντιατρικών ακτινογραφικών μηχανημάτων) για την προστασία του εμβρύου και των ζωτικών οργάνων της μητέρας τότε η λαμβανόμενη ακτινοβολία είναι ουσιαστικά μη μετρήσιμη.
Συμπερασματικά, η εγκυμοσύνη δεν μπορεί να αποτελεί πρόφαση για την ασυνέπεια μας στο προγραμματισμένο ραντεβού μας με τον οδοντίατρο.